προπετασμάτων

προπετασμάτων
προπέτασμα
curtain
neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • προπέτασμα — το, ΝΑ [προπετάννυμι] καθετί που μπορεί να καλύψει τη θέα προσώπων ή αντικειμένων που βρίσκονται πίσω από αυτό νεοελλ. 1. στρ. φυσικό ή τεχνητό αντικείμενο το οποίο προφυλάσσει τον μαχητή ή τμήμα στρατού από την παρατήρηση και από τα πυρά τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”